Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὁποῖός τις

См. также в других словарях:

  • οποίος — α, ο και οποιός, ά, ό (Α ὁποῑος, οία, ον, ιων. τ. ὁκοῑος, η, ον, επικ. τ. ὁπποῑος, η, ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, ά, ό) (αναφ. αντων.) αυτού τού είδους, ό,τι λογής, ποιας λογής νεοελλ. 1. (με άρθρο) (αναφ. αντων.) ο οποίος, η οποία, το… …   Dictionary of Greek

  • Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… …   Dictionary of Greek

  • μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …   Dictionary of Greek

  • αυτόματος πιλότος — Σύστημα αυτόματης κατεύθυνσης, εγκατεστημένο σε βαλλιστικά βλήματα και αεροπλάνα, και χρησιμοποιούμενο, μαζί με άλλες αυτόματες συσκευές, ακόμα και σε υποβρύχια και σκάφη επιφάνειας. Χρησιμοποιείται επίσης για την κατεύθυνση των τορπιλών. Τον… …   Dictionary of Greek

  • Μπενάκη, Μουσείο — Μουσείο της Αθήνας, που ίδρυσε το 1930 ο Αντώνιος Μπενάκης (βλ. λ.). Αποτελεί ίδρυμα επιχορηγούμενο από το δημόσιο και στεγάζεται στο αρχοντικό του Εμμανουήλ Μπενάκη (γωνία Βασιλίσσης Σοφίας και Κουμπάρη). Το Μουσείο δημιουργήθηκε από τις… …   Dictionary of Greek

  • Μαριάνες — (Marianas Islands). Αρχιπέλαγος (996 τ. χλμ.) του δυτικού Ειρηνικού ωκεανού, στη Μικρονησία. Περιλαμβάνεται μεταξύ 13° και 21° βόρειου πλάτους, και είναι ευθυγραμμισμένο, λίγο δυτικότερα, με την 145° ανατολικού μήκους. Αποτελείται από μία συστάδα …   Dictionary of Greek

  • σχάρα — η / ἐσχάρα, ΝΜΑ, και σκάρα και λόγιος τ. εσχάρα Ν, και σχάρα Μ, και ιων. τ. έσχάρη Α 1. μαγειρική συσκευή από παράλληλες σιδερένιες ράβδους συνδεδεμένες στα άκρα τους πάνω στην οποία ψήνονται κρέατα, ψάρια και εδέσματα («ψάρια στη σχάρα») 2.… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπογεωγραφία — Κλάδος της γεωγραφίας που ασχολείται με τη μελέτη της Γης ως κατοικίας του ανθρώπου και του ίδιου του ανθρώπου σε σχέση με το περιβάλλον του. Αυτό σημαίνει ότι την α. απασχολούν: α) η γεωγραφική κατανομή των ανθρώπινων ομάδων στην επιφάνεια της… …   Dictionary of Greek

  • μετάλλαξη — η (ΑM μετάλλαξις) [μεταλλάσσω] μεταλλαγή, μεταβολή νεοελλ. 1. βιολ. η διαδικασία με την οποία η κληρονομική σύσταση ενός κυττάρου τροποποιείται και τελικά οδηγεί σε έναν γενετικά αλλαγμένο οργανισμό ή πληθυσμό κυττάρων, αλλ. μεταλλαγή 2.… …   Dictionary of Greek

  • επαναθεώμαι — επαναθεώμαι, άομαι (Α) βλέπω πάλι, εξακριβώνω πάλι («σέ ἐπαναθεασάμενος ἦα ὁποῑος τίς ποτέ φαίνη ἰδεῑν ὁ τοιαύτην ψυχὴν ἔχων», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»